Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξώδερμα [avv.] όγδοος {ογδόου}
ξωκκλήση [s. femm.] ογκανίζω {ογκάνισα}
ξωμερίτης {ξωμεριτών... ογκάνισμα [s. nt.]
ξώπετσα [avv.] ογκανισμός [s. masch.]
ξώπετσος [agg.] ογκηθμός [s. masch.]
ξωτάρης [s. masch.] ογκογένεση [s. femm.]
ξωτικό [s. nt.] ογκογενετικός [agg.]
ξώφαλτσα [avv.] ογκογόνος [agg.]
ο [art.] ογκοθεραπεία [s. femm.]
ο [pron.] ογκόλιθος {-ου κ. -ί...
ο! [int.] ογκολογία {χωρ. πληθ...
όαση {-ης κ. -ά... ογκολογικός [agg.]
οβάλ [agg.] ογκολόγος [s. masch. e femm.]
οβελιαίος [agg.] ογκομετρικός [agg.]
οβελίας {οβελιών} ογκόμετρο {ογκομέτρ-...
οβελίσκος [s. masch.] όγκος [s. masch.]
οβελός [s. masch.] ογκούμαι {-ού- σαι....
οβίδα {χωρ. γεν.... ογκώδης {ογκώδ-ους...
οβιδοβόλο [s. nt.] ογκώνομαι {ογκώ-θηκα...
όβολα [s. nt. pl.] ογλήγορος [agg.]
ογδόη [s. femm.] οδαλίσκη {σπάν. οδα...
ογδοηκοστός [agg.] οδήγηση {-ης κ. -ή...
ογδόντα [agg. num. card.] οδηγήσιμος [agg.]
ογδοντάρης {ογδοντάρη... οδηγητικός [agg.]
όγδοο {ογδό-ου |... οδηγήτρια [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: