Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξυπολυσιά [s. femm.] ξώδερμα [avv.]
ξυπόλυτος [agg.] ξωκκλήση [s. femm.]
ξυραφάκι {χωρ. γεν.... ξωμερίτης {ξωμεριτών...
ξυράφι [s. nt.] ξώπετσα [avv.]
ξυραφιά [s. femm.] ξώπετσος [agg.]
ξυρίζομαι [v. pass.] ξωτάρης [s. masch.]
ξυρίζω (ξύρ-ισα, ... ξωτικό [s. nt.]
ξύρισμα {ξυρίσματο... ξώφαλτσα [avv.]
ξυρισμένος [agg.] ο [art.]
ξυριστικός [agg.] ο [pron.]
ξύση [s. femm.] ο! [int.]
ξυσιά [s. femm.] όαση {-ης κ. -ά...
ξυσιματιά [s. femm.] οβάλ [agg.]
ξύσιμο {ξυσίμ-ατο... οβελιαίος [agg.]
ξυσμάρα [s. femm.] οβελίας {οβελιών}
ξυσμένος [agg.] οβελίσκος [s. masch.]
ξυσούρα [s. femm.] οβελός [s. masch.]
ξυστήρι {ξυστηρ-ιο... οβίδα {χωρ. γεν....
ξύστης [s. masch.] οβιδοβόλο [s. nt.]
ξυστό [s. nt.] όβολα [s. nt. pl.]
ξύστρα {ξύστρων} ογδόη [s. femm.]
ξυστρίζω {ξύστρισα}... ογδοηκοστός [agg.]
ξύστρισμα [s. nt.] ογδόντα [agg. num. card.]
ξύστρον [s. nt.] ογδοντάρης {ογδοντάρη...
ξύω [v.] όγδοο {ογδό-ου |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: