Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξεφτέρι {ξεφτερ-ιο... ξεχάνω [v.]
ξέφτι {ξεφτ-ιού ... ξεχαρβάλωμα [s. nt.]
ξέφτια [s. femm.] ξεχαρβαλωμένος [agg.]
ξεφτίδι [s. nt.] ξεχαρβαλώνομαι [v. pass.]
ξεφτίδια [s. femm.] ξεχαρβαλώνω (ξεχαρβάλ-...
ξεφτίζω (ξέφτ-ισα,... ξεχαρβάλωτος [agg.]
ξεφτίλα [s. femm.] ξεχασιά [s. femm.]
ξεφτίλας [s. masch.] ξεχασιάρης {ξεχασιάρη...
ξεφτιλίζομαι [v.] ξεχασμένος [agg.]
ξεφτιλίζω [v. trans.] ξεχειλίζω {ξεχείλισ-...
ξεφτιλισμός [s. masch.] ξεχείλισμα [s. nt.]
ξέφτισμα [s. nt.] ξέχειλος [agg.]
ξεφτισμένος [agg.] ξεχειλώ [v. trans e intr.]
ξεφτώ [-άς, -ά] ξεχειμαδιό [s. nt.]
ξεφυλλίζω {ξεφύλλισ-... ξεχειμάζω (ξεχείμασα...
ξεφύσημα [s. nt.] ξεχειμωνιάζω {ξεχειμώνι...
ξεφυσώ {ξεφυσάς..... ξεχειμώνιασμα [s. nt.]
ξεφυτρώνω {ξεφύτρωσα... ξεχερσώνω {ξεχέρσω-σ...
ξεφώνημα [s. nt.] ξεχνιέμαι [v. pass.]
ξεφωνητό [s. nt.] ξεχνώ [-άς, -ά] ...
ξεφωνίζω {ξεφώνισα}... ξεχορταριάζω (ξεχορτάρ-...
ξεφώνισμα [s. nt.] ξεχορτάριασμα [s. nt.]
ξεφωνώ {ξεφωνείς.... ξεχτενίζω {ξεχτένισ-...
ξέφωτο [s. nt.] ξεχτένιστος [agg.]
ξεχαλίνωτος [agg.] ξεχύνομαι {ξεχύθηκα}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: