Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξενύχτισμα [s. nt.] ξεπέρασμα [s. nt.]
ξενυχτώ [-άς, -ά] ... ξεπερασμένος [agg.]
ξενώνας [s. masch.] ξεπερνώ {ξεπερνάς....
ξεπαγιάζω μππ. ξεπαγ... ξεπεσμένος [agg.]
ξεπάγιασμα [s. nt.] ξεπεσμός [s. masch.]
ξεπαγιασμένος [agg.] ξεπέταγμα [s. nt.]
ξεπάγωμα [s. nt.] ξεπετάγομαι [v.]
ξεπαγώνω (ξεπάγ-ωσα... ξεπεταρούδι {χωρ. γεν....
ξεπακετάρισμα [s. nt.] ξεπετιέμαι [v.]
ξεπακετάρω [v.] ξεπετσιάζω [v.]
ξεπαραδιάζω (ξεπαράδ-ι... ξεπετώ {ξεπετάς.....
ξεπαράδιασμα [s. nt.] ξεπέφτω {ξέπεσ-α, ...
ξεπαρθένεμα [s. nt.] ξεπηδώ {ξεπηδάς.....
ξεπαρθενεύω (ξεπαρθέν-... ξεπίτηδες [avv.]
ξεπαρμένος [agg.] ξεπλάνεμα [s. nt.]
ξεπάστρεμα [s. nt.] ξεπλανευτής [s. masch.]
ξεπαστρεύω {ξεπάστρεψ... ξεπλανεύω [v. trans.]
ξεπατίκωμα [s. nt.] ξεπλατιάζομαι [v.]
ξεπατικώνω {ξεπατίκω-... ξεπλατίζομαι [v. pass.]
ξεπάτωμα [s. nt.] ξεπλατίζω (ξεπλάτ-ισ...
ξεπατωμένος [agg.] ξεπλάτισμα [s. nt.]
ξεπατώνομαι [v.] ξεπλέκω {ξέπλε-ξα,...
ξεπατώνω {ξεπάτω-σα... ξεπλένομαι αόρ. ξέπλυ...
ξεπεδουκλώνω [v.] ξεπλένω αόρ. ξέπλυ...
ξεπεζεύω {ξεπέζε-ψα... ξεπληρώνω {ξεπλήρω-σ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: