Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξεναγώ {ξεναγείς.... ξένος [agg.]
ξενηλάτης [s. masch.] ξένος [s. masch.]
ξενία [s. femm.] ξενότροπος [agg.]
ξενίζω {ξένισ-α, ... ξενοφανής {ξενοφαν-ο...
ξενικός [agg.] ξενόφερτος [agg.]
ξενιστής [s. masch.] ξενόφιλος [agg.]
ξενιτεμένος [agg.] ξενοφοβία {χωρ. πληθ...
ξενιτεμός [s. masch.] ξενοφοβικός [agg.]
ξενιτεύομαι {ξενιτ-εύτ... ξενόφοβος [agg.]
ξενιτιά [s. femm.] Ξενοφών {Ξενοφώντ-...
ξενοδουλευτής [s. masch.] ξεντερίζω {ξεντέρισ-...
ξενοδοχείο [s. nt.] ξεντέρισμα [s. nt.]
ξενοδόχος [s. masch. e femm.] ξεντύνομαι αόρ. ξέντυ...
ξένοι [s. masch. pl.] ξεντύνω {ξέντυ-σα,...
ξενοιάζω {ξένοιασ-α... ξέντυτος [agg.]
ξενοιασιά {χωρ. πληθ... ξενυχτάδικο [s. nt.]
ξένοιαστα [avv.] ξενύχτι {ξενυχτ-ιο...
ξένοιαστος [agg.] ξενυχτίζω [-άς, -ά] ...
ξενολάτρης [s. masch.] ξενύχτισμα [s. nt.]
ξενολατρία {χωρ. πληθ... ξενυχτώ [-άς, -ά] ...
ξενομανής [agg.] ξενώνας [s. masch.]
ξενομανία {χωρ. πληθ... ξεπαγιάζω μππ. ξεπαγ...
ξενομερίτης {ξενομεριτ... ξεπάγιασμα [s. nt.]
ξένον {χωρ. πληθ... ξεπαγιασμένος [agg.]
ξενοπρεπής {ξενοπρεπ-... ξεπάγωμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: