Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξεβάφω {ξέβα-ψα, ... ξέγδαρμα [s. nt.]
ξέβγα [s. nt.] ξεγδέρνομαι αόρ. ξέγδα...
ξεβγάζω {ξέβγαλ-α,... ξεγδέρνω αόρ. ξέγδα...
ξέβγαλμα [s. nt.] ξεγέλασμα [s. nt.]
ξέβγασμα [s. nt.] ξεγελασμένος [agg.]
ξεβίδωμα [s. nt.] ξεγελαστής [s. masch.]
ξεβιδώνομαι [v. pass.] ξεγελιέμαι [v. pass.]
ξεβιδώνω {ξεβίδω-σα... ξεγελώ [-άς, -ά] ...
ξεβίδωτος [agg.] ξεγλιστράω [v.]
ξεβλάσταρο {χωρ. γεν.... ξεγλίστρημα [s. nt.]
ξεβλασταρώνω {ξεβλαστάρ... ξεγλιστρώ {ξεγλιστρά...
ξεβολεύομαι [v.] ξέγνοιαστος [agg.]
ξεβοτανίζω {ξεβοτάνισ... ξεγοφιάζομαι [v. pass.]
ξεβοτάνισμα [s. nt.] ξεγοφιάζω {ξεγόφιασ-...
ξεβούλωμα [s. nt.] ξεγόφιασμα [s. nt.]
ξεβουλώνω μππ. ξεβου... ξεγοφιασμένος [agg.]
ξεβράκωμα [s. nt.] ξεγραμμένος [agg.]
ξεβρακώνομαι [v.] ξεγράφω {ξέγραψα, ...
ξεβρακώνω {ξεβράκω-σ... ξεγύμνωμα [s. nt.]
ξεβράκωτος [agg.] ξεγυμνωμένα [avv.]
ξεβρομίζω {ξεβρόμισα... ξεγυμνώνομαι [v. pass.]
ξεβρόμισμα [s. nt.] ξεγυμνώνω {ξεγύμνωσ-...
ξεγάντζωμα [s. nt.] ξεγυρίζω {ξεγύρισ-α...
ξεγαντζώνομαι [v.] ξεγύρισμα [s. nt.]
ξεγαντζώνω (ξεγάντζ-ω... ξεδένομαι [v. pass.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: