Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ξάνση [s. femm.] ξάσιμο {ξασίμ-ατο...
ξάνσις [s. femm.] ξασπρίζω {ξάσπρισ-α...
ξάντης {ξαντών} ξάσπρισμα [s. nt.]
ξαντίμεμα [s. nt.] ξασπρισμένος [agg.]
ξαντιμεύω [v.] ξασπρουλιάρης {ξασπρουλι...
ξαντό [s. nt.] ξάστερα [avv.]
ξαντός [agg.] ξαστεριά [s. femm.]
ξάπλωμα [s. nt.] ξάστερος [agg.]
ξαπλωμένος [agg.] ξαστέρωμα [s. nt.]
ξαπλώνομαι [v.] ξαστόχημα [s. nt.]
ξαπλώνω {ξάπλω-σα,... ξαστοχώ {ξαστοχ-άς...
ξαπλώστρα {χωρ. γεν.... ξαφνιάζομαι [v. pass.]
ξαπλωτός [agg.] ξαφνιάζω {ξάφνιασ-α...
ξαποστέλνω {ξαπόστ-ει... ξάφνιασμα [s. nt.]
ξαραχνιάζω {ξαράχνιασ... ξαφνίζω (ξάφν-ισα,...
ξαράχνιασμα [s. nt.] ξαφνικά [avv.]
ξάργητα [s. femm.] ξαφνικός [agg.]
ξαργώ [-είς, -εί... ξάφνισμα [s. nt.]
ξαρμάτωμα [s. nt.] ξαφνισμός [s. masch.]
ξαρματώνομαι [v.] ξάφνου [avv.]
ξαρματώνω {ξαρμάτω-σ... ξαφρίζω (ξάφρ-ισα,...
ξαρμάτωτος [agg.] ξάφρισμα [s. nt.]
ξαρμυρίζω {ξαρμύρισ-... ξέβαμμα [s. nt.]
ξαρμύρισμα [s. nt.] ξεβαμμένος [agg.]
ξάρτια [s. femm.] ξεβάρω [v.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: