Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νυφικό [s. nt.] Νώε [s. masch.]
νυφίτσα {χωρ. γεν.... νωθρά [avv.]
νυφοπάζαρο [s. nt.] νωθρός [agg.]
νύχι {νυχ-ιού |... νωθρότητα [s. femm.]
νυχιά [s. femm.] νωπογραφία {νωπογραφι...
νυχιάζω (νύχιασα) νωπός [agg.]
νυχοκόπτης {νυχοκοπτώ... νωρίς {νωρίτερα}
νύχτα η λόγ. γεν... νωρίτερα [avv.]
νυχτερεύω {νυχτέρεψα... νώτα [s. nt. pl.]
νυχτέρι {νυχτερ-ιο... νωτιαίος [agg.]
νυχτερίδα [s. femm.] νωτοχορδή [s. femm.]
νυχτερινός [agg.] νωχέλεια {χωρ. πληθ...
νυχτιάτικος [agg.] νωχελής [agg.]
νυχτικιά [s. femm.] ξαγκίστρωμα [s. nt.]
νυχτικό [s. nt.] ξαγκιστρώνομαι [v. pass.]
νύχτιος [agg.] ξαγκιστρώνω {ξαγκίστρω...
νυχτόβιος [agg.] ξάγναντα [avv.]
νυχτοκόπημα {νυχτοπερπ... ξαγναντεύω (ξαγνάντεψ...
νυχτοπερπάτημα [s. nt.] ξαγορεύω (ξαγόρ-εψα...
νυχτοπούλι [s. nt.] ξαγρυπνώ {ξαγρυπνάς...
νυχτοφύλακας {νυχτοφυλά... ξάδελφος ο πληθ. κα...
νυχτώνει [v. intr.] ξαδέρφη η πληθ. κα...
νυχτώνω {νύχτω-σα,... ξαδέρφι {ξαδελφ-ιο...
νωδά [s. nt. pl.] ξάδερφος ο πληθ. κα...
νωδός [agg.] ξαίνω {έξανα, ξά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: