Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ντροπαλότητα [s. femm.] νυμφεύομαι {νυμφεύ-θη...
ντροπή [s. femm.] νύμφευση [s. femm.]
ντροπιάζομαι [v. pass.] νυμφεύω [v.]
ντροπιάζω {ντρόπιασ-... νύμφη [s. femm.]
ντροπιάρης [agg.] νυμφίδιο {νυμφιδί-ο...
ντρόπιασμα [s. nt.] νυμφομανής {νυμφομανο...
ντροπιασμένος [agg.] νυμφομανία {χωρ. πληθ...
ντροπιαστικά [avv.] νυμφοποίηση [s. femm.]
ντροπιαστικός [agg.] νύμφωση [s. femm.]
ντύμα [s. nt.] νυν [avv.]
ντυμένος [agg.] νύξη {-ης κ. -ε...
ντύνομαι αόρ. έντυσ... Νυρεμβέργη [s. femm.]
ντύνω {έντυσα, ν... νύστα [s. femm.]
ντύσιμο {ντυσίμ-ατ... νύσταγμα [s. nt.]
νυγμός [s. masch.] νυσταγμένα [avv.]
νυκταλωπία {χωρ. πληθ... νυσταγμένος [agg.]
νυκτερινός [agg.] νυσταγμός [s. masch.]
νύκτιος [agg.] νυστάζω {νύστα-ξα,...
νυκτιτροπικός [agg.] νυσταλέος [agg.]
Νυκτιτροπισμός [s. masch.] νυστέρι {νυστερ-ιο...
νυκτόβιος [agg.] νύφη {νύφες κ. ...
νυκτουρία [s. femm.] νυφικό [s. nt.]
νυκτοφοβία [s. femm.] νυφίτσα {χωρ. γεν....
νυκτοφύλακας [s. masch.] νυφοπάζαρο [s. nt.]
νυμφαίο [agg.] νύχι {νυχ-ιού |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: