Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νοσφισμός [s. masch.] νοτισμός [s. masch.]
νοσφιστής [s. masch.] νότος {χωρ. πληθ...
νοσώ {νοσείς...... νουβέλα {χωρ. γεν....
νοσώδης {νοσώδ-ους... νουθεσία {νουθεσιών...
νότα {δύσχρ. νο... νουθέτηση [s. femm.]
νοτάριος {νοταρί-ου... Νουθετικός [agg.]
νοτερός [agg.] νουθετώ {νουθετείς...
νοτιά {χωρ. πληθ... νουκλεΐνη [s. femm.]
νότια [avv.] νουκλεόνιο {νουκλεονί...
νοτιάς {νοτιάδες}... νουκλεόπλασμα [s. nt.]
νοτίζομαι [v.] νουκλεοπρωτεΐνη {νουκλεοπρ...
νοτίζω {νότισα, -... νούμερο [s. nt.]
νοτιοαμερικανικός [agg.] νουνά [s. femm.]
Νοτιοαμερικάνος [s. masch.] νουνεχής {νουνεχ-ού...
νοτιοανατολικά [avv.] νουνός [s. masch.]
νοτιοαφρικανικός [agg.] νούντσιος [s. masch.]
Νοτιοαφρικάνος [s. masch.] νους [s. femm.]
Νοτιοβιετναμέζος [s. masch.] νούφαρο [s. nt.]
νοτιοβιετναμικός [agg.] νοώ [-είς, -εί...
νοτιοδυτικά [avv.] νταβαντούρι {νταβαντου...
Νοτιοκορεάτης [s. masch.] νταβατζής {νταβατζήδ...
νοτιοκορεατικός [agg.] νταγιαντίζω {νταγιάντ-...
νότιος -α -ο λόγ.... νταγλαράς {νταγλαράδ...
νότισμα [s. nt.] νταηλίκι [s. nt.]
νοτισμένος [agg.] νταής {νταήδες}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: