Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νοσταλγία {χωρ. πληθ... νοτιοαμερικανικός [agg.]
νοσταλγικά [avv.] Νοτιοαμερικάνος [s. masch.]
νοσταλγικός [agg.] νοτιοανατολικά [avv.]
νοσταλγός [s. masch. e femm.] νοτιοαφρικανικός [agg.]
νοσταλγώ {νοσταλγεί... Νοτιοαφρικάνος [s. masch.]
νόστιμα [avv.] Νοτιοβιετναμέζος [s. masch.]
νοστιμάδα {χωρ. πληθ... νοτιοβιετναμικός [agg.]
νοστιμεύω {νοστίμ-εψ... νοτιοδυτικά [avv.]
νοστιμιά [s. femm.] Νοτιοκορεάτης [s. masch.]
νοστιμίζω (νοστίμισα... νοτιοκορεατικός [agg.]
νόστιμος [agg.] νότιος -α -ο λόγ....
νοστιμότατος [agg.] νότισμα [s. nt.]
νοσφίζομαι {νοσφίσθηκ... νοτισμένος [agg.]
νοσφισμός [s. masch.] νοτισμός [s. masch.]
νοσφιστής [s. masch.] νότος {χωρ. πληθ...
νοσώ {νοσείς...... νουβέλα {χωρ. γεν....
νοσώδης {νοσώδ-ους... νουθεσία {νουθεσιών...
νότα {δύσχρ. νο... νουθέτηση [s. femm.]
νοτάριος {νοταρί-ου... Νουθετικός [agg.]
νοτερός [agg.] νουθετώ {νουθετείς...
νοτιά {χωρ. πληθ... νουκλεΐνη [s. femm.]
νότια [avv.] νουκλεόνιο {νουκλεονί...
νοτιάς {νοτιάδες}... νουκλεόπλασμα [s. nt.]
νοτίζομαι [v.] νουκλεοπρωτεΐνη {νουκλεοπρ...
νοτίζω {νότισα, -... νούμερο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: