Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νοτιοδυτικά [avv.] νταβαντούρι {νταβαντου...
Νοτιοκορεάτης [s. masch.] νταβατζής {νταβατζήδ...
νοτιοκορεατικός [agg.] νταγιαντίζω {νταγιάντ-...
νότιος -α -ο λόγ.... νταγλαράς {νταγλαράδ...
νότισμα [s. nt.] νταηλίκι [s. nt.]
νοτισμένος [agg.] νταής {νταήδες}
νοτισμός [s. masch.] ντάκρον [s. nt.]
νότος {χωρ. πληθ... νταλγκάς [s. masch.]
νουβέλα {χωρ. γεν.... νταλίκα {δύσχρ. ντ...
νουθεσία {νουθεσιών... νταλικέρης {νταλικέρη...
νουθέτηση [s. femm.] ντάμα {χωρ. γεν....
Νουθετικός [agg.] νταμάρι {νταμαρ-ιο...
νουθετώ {νουθετείς... νταμαρτζής {νταμαρτζή...
νουκλεΐνη [s. femm.] νταμιτζάνα {χωρ. γεν....
νουκλεόνιο {νουκλεονί... ντάμπινγκ [s. nt.]
νουκλεόπλασμα [s. nt.] ντάνα {χωρ. γεν....
νουκλεοπρωτεΐνη {νουκλεοπρ... νταντά {νταντάδες...
νούμερο [s. nt.] ντανταϊσμός {χωρ. πληθ...
νουνά [s. femm.] ντανταϊστής [s. masch.]
νουνεχής {νουνεχ-ού... νταντέλα [s. femm.]
νουνός [s. masch.] νταντεύω (ντάντεψα)
νούντσιος [s. masch.] ντάπια [s. femm.]
νους [s. femm.] νταραβέρι {νταραβερ-...
νούφαρο [s. nt.] νταραβερίζομαι {νταραβερί...
νοώ [-είς, -εί... νταρί {νταριού |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: