Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νομισματοκοπία [s. femm.] νοοτροπία {νοοτροπιώ...
νομισματολογία [s. femm.] νοούμενο {νοουμέν-ο...
νομισματολογικός [agg.] Νορβηγία [s. femm.]
νομισματολόγος [s. masch. e femm.] Νορβηγίδα [s. femm.]
νομόγραμμα [s. nt.] νορβηγικός [agg.]
νομοδιδάσκαλος [s. masch.] Νορβηγός [s. masch.]
νομοθεσία [s. femm.] νόρια [s. femm.]
νομοθέτημα [s. nt.] νόρμα {σπάν. νορ...
νομοθετημένος [agg.] νορμάλ [agg.]
νομοθέτης [s. masch.] Νορμανδία [s. femm.]
νομοθέτηση [s. femm.] Νορμανδός [s. masch.]
νομοθετικός [agg.] νοσηλεία {νοσηλειών...
νομοθετώ {νομοθετεί... νοσηλευμένος [agg.]
νομοκανόνας [s. masch.] νοσηλεύομαι [v. pass.]
νομολογία [s. femm.] νοσηλευόμενος [agg.]
νομομαθής [s. masch. e femm.] νοσογραφία {χωρ. πληθ...
νόμος [s. masch.] νοσοκόμα [s. femm.]
νομός [s. masch.] νοσοκομειακός [agg.]
νομοσχέδιο {νομοσχεδί... νοσοκομείο [s. nt.]
νομοταγής {νομοταγ-ο... νοσοκόμος [s. masch. e femm.]
νομοταγώς [avv.] νοσολογία {χωρ. πληθ...
νομοτέλεια {χωρ. πληθ... νοσολογικός [agg.]
νόνα [s. femm.] νοσομανία [s. femm.]
νονά [s. femm.] νόσος [s. femm.]
νονός [s. masch.] νοσοφοβία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: