Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νομικά [avv.] νομοθέτημα [s. nt.]
νομικισμός {χωρ. πληθ... νομοθετημένος [agg.]
νομικιστής [s. masch.] νομοθέτης [s. masch.]
νομικίστικος [agg.] νομοθέτηση [s. femm.]
νομικός [s. masch. e femm.] νομοθετικός [agg.]
νόμιμα [s. nt. pl.] νομοθετώ {νομοθετεί...
νομιμοποίηση {-ης κ. -ή... νομοκανόνας [s. masch.]
νομιμοποιώ {νομιμοποι... νομολογία [s. femm.]
νόμιμος [agg.] νομομαθής [s. masch. e femm.]
νομιμότητα {χωρ. πληθ... νόμος [s. masch.]
νομιμοφροσύνη [s. femm.] νομός [s. masch.]
νομίμως [avv.] νομοσχέδιο {νομοσχεδί...
νομιναλισμός {χωρ. πληθ... νομοταγής {νομοταγ-ο...
νομιναλιστής [s. masch.] νομοταγώς [avv.]
νομιναλιστικός [agg.] νομοτέλεια {χωρ. πληθ...
νόμισμα [s. nt.] νόνα [s. femm.]
νομισματικός [agg.] νονά [s. femm.]
νομισματοκοπείο [s. nt.] νονός [s. masch.]
νομισματοκοπία [s. femm.] νοοτροπία {νοοτροπιώ...
νομισματολογία [s. femm.] νοούμενο {νοουμέν-ο...
νομισματολογικός [agg.] Νορβηγία [s. femm.]
νομισματολόγος [s. masch. e femm.] Νορβηγίδα [s. femm.]
νομόγραμμα [s. nt.] νορβηγικός [agg.]
νομοδιδάσκαλος [s. masch.] Νορβηγός [s. masch.]
νομοθεσία [s. femm.] νόρια [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: