Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νιώθω {ένιωσα} α... νοθεύων [agg.]
νόβα [s. femm.] νοθογένεια [s. femm.]
νοβοκαΐνη {νοβοκαϊνώ... νοθογενής {νοθογεν-ο...
νοδάρος [s. masch.] νόθος [agg.]
Νοέμβρης [s. masch.] νοιάζομαι {νοιάστηκα...
Νοέμβριος {Νοεμβρίου... νοικάρης {-ηδες κ. ...
νοερά [avv.] νοίκι {νοικιού |...
νοερός [agg.] νοικιάζω {νοίκιασ-α...
νόημα [s. nt.] νοίκιασμα [s. nt.]
νοηματικός [agg.] νοικοκυρά [s. femm.]
νοημοσύνη {χωρ. πληθ... νοικοκύρεμα [s. nt.]
νοήμων {νοήμ-ονος... νοικοκυρεμένος [agg.]
νόηση {-ης κ. -ή... νοικοκυρεύομαι [v. pass.]
νοησιαρχία {χωρ. πληθ... νοικοκυρεύω (νοικοκύρ-...
νοητά [avv.] νοικοκύρης {-ηδες κ. ...
νοητικός [agg.] νοικοκυριό [s. nt.]
νοητός [agg.] νοικοκυροσύνη {χωρ. πληθ...
νοθεία {χωρ. γεν.... νοιώθω (ένοιωσα)
νοθευμένος [agg.] νομάδας [s. masch.]
νοθεύομαι μππ. νοθευ... νομαδικός [agg.]
νόθευση [-εις] νομαδισμός {χωρ. πληθ...
νοθεύσιμος [agg.] νομάρχης {(θηλ. νομ...
νοθευτής [s. masch.] νομαρχία {νομαρχιών...
νοθευτικός [agg.] νομαρχιακός [agg.]
νοθεύω {νόθευ-σα,... νοματαίοι [s. masch. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: