Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νικημένος [agg.] νιοστός [agg.]
νικητήριος [agg.] νιότη {χωρ. πληθ...
νικητής [s. masch.] νιπτήρας ο λόγ. γεν...
νικήτρια {νικητριών... νίπτω {ένιψα}
νικηφόρα [avv.] νιρβάνα [s. nt.]
νικηφόρος [agg.] νισάφι [avv.]
νικιέμαι [v.] νιτερέσο [s. nt.]
Νικόλαος [s. masch.] νιτρίδιο [s. nt.]
Νικόλας [s. masch.] νιτρικός [agg.]
Νικολός [s. masch.] νίτρο [s. nt.]
Νίκος [s. masch.] νιτροβακτήρια [s. nt. pl.]
νικοτιανή [s. femm.] νιτροβενζένιο [s. nt.]
νικοτίνη {χωρ. πληθ... νιτροβενζόλιο [s. nt.]
νικοτινίαση {-ης κ. -ά... νιτρογλυκερίνη [s. femm.]
νικοτινικός [agg.] νιτροκυτταρίνη [s. femm.]
νικοτινισμός [s. masch.] νιτρώδης [agg.]
νικώ {νικάς... ... νίτρωση [s. femm.]
νίλα {χωρ. γεν.... νιφάδα [s. femm.]
Νιμπελούγκεν [s. masch. pl.] νιφαδωτός [agg.]
Νινευή [s. femm.] νιχιλισμός [s. masch.]
νιόβγαλτος [agg.] νιχιλιστής [s. masch.]
Νιόβη [s. femm.] νιχιλιστικός [agg.]
νιογέννητος [agg.] νίψιμο [s. nt.]
νιόπαντροι [s. masch. pl.] νιώθω {ένιωσα} α...
νιος [agg.] νόβα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: