Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νηπιώδης {νηπιώδ-ου... Νιγηριανός [s. masch.]
Νηρηίδα [s. femm.] Νίκαια [s. femm.]
νησάκι [s. nt.] νικέλιο {νικελίου}...
νησί {νησ-ιού |... νικελώνω {νικέλω-σα...
νησίδα [s. femm.] νίκη {νικών}
νησίδιο [s. nt.] νικημένος [agg.]
νησιώτης {νησιωτών} νικητήριος [agg.]
νησιώτικος [agg.] νικητής [s. masch.]
νησιωτικός [agg.] νικήτρια {νικητριών...
νησιώτισσα {νησιωτισσ... νικηφόρα [avv.]
νήσος [s. femm.] νικηφόρος [agg.]
νηστεία {νηστειών} νικιέμαι [v.]
νηστεύω {νήστ-ευσα... Νικόλαος [s. masch.]
νηστεύων [s. masch.] Νικόλας [s. masch.]
νηστικός [agg.] Νικολός [s. masch.]
νηφάλια [avv.] Νίκος [s. masch.]
νηφάλιος [agg.] νικοτιανή [s. femm.]
νηφαλιότητα {χωρ. πληθ... νικοτίνη {χωρ. πληθ...
νιάου [s. nt.] νικοτινίαση {-ης κ. -ά...
νιαουρίζω {νιαούρισα... νικοτινικός [agg.]
νιαούρισμα [s. nt.] νικοτινισμός [s. masch.]
νιασίνη [s. femm.] νικώ {νικάς... ...
νιάτα [s. nt. pl.] νίλα {χωρ. γεν....
νίβομαι [v.] Νιμπελούγκεν [s. masch. pl.]
νίβω {ένιψα, νί... Νινευή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: