Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νηκτόν {νηκτού | ... νησί {νησ-ιού |...
νήμα [s. nt.] νησίδα [s. femm.]
νήματα [avv.] νησίδιο [s. nt.]
Νηματέλμινθες [s. masch. pl.] νησιώτης {νησιωτών}
νηματοειδής {νηματοειδ... νησιώτικος [agg.]
νηματοποίηση {-ης κ. -ή... νησιωτικός [agg.]
νηματουργείο [s. nt.] νησιώτισσα {νησιωτισσ...
νηματουργία {νηματουργ... νήσος [s. femm.]
νηματουργικός [agg.] νηστεία {νηστειών}
νηματουργός [s. masch.] νηστεύω {νήστ-ευσα...
νηματώδεις [s. masch. pl.] νηστεύων [s. masch.]
νηνεμία {χωρ. πληθ... νηστικός [agg.]
νηνεμώ [-είς, -εί... νηφάλια [avv.]
νηογνώμονας {νηογνωμόν... νηφάλιος [agg.]
νηοπομπή [s. femm.] νηφαλιότητα {χωρ. πληθ...
νηπενθές [s. nt.] νιάου [s. nt.]
νηπιαγωγείο [s. nt.] νιαουρίζω {νιαούρισα...
νηπιαγωγός [s. masch. e femm.] νιαούρισμα [s. nt.]
νηπιακός [agg.] νιασίνη [s. femm.]
νήπιο {νηπί-ου |... νιάτα [s. nt. pl.]
νηπιοκτονία [s. femm.] νίβομαι [v.]
νηπιολογία [s. femm.] νίβω {ένιψα, νί...
νηπιώδης {νηπιώδ-ου... Νιγηριανός [s. masch.]
Νηρηίδα [s. femm.] Νίκαια [s. femm.]
νησάκι [s. nt.] νικέλιο {νικελίου}...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: