Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νεφώδης {νεφώδ-ους... νηνεμία {χωρ. πληθ...
νεωδόχος [s. femm.] νηνεμώ [-είς, -εί...
νεωκόρος {νεωκορισσ... νηογνώμονας {νηογνωμόν...
νεωλκείο [s. nt.] νηοπομπή [s. femm.]
νεώλκιο [s. nt.] νηπενθές [s. nt.]
νεώριο {νεωρί-ου ... νηπιαγωγείο [s. nt.]
νεωστί [avv.] νηπιαγωγός [s. masch. e femm.]
νεωτερίζω {νεωτέρισα... νηπιακός [agg.]
νεωτερισμός [s. masch.] νήπιο {νηπί-ου |...
νεωτεριστής [s. masch.] νηπιοκτονία [s. femm.]
νεωτεριστικός [agg.] νηπιολογία [s. femm.]
νεώτερος [agg.] νηπιώδης {νηπιώδ-ου...
νήθω {μόνο σε ε... Νηρηίδα [s. femm.]
νηκτικός [agg.] νησάκι [s. nt.]
νηκτόν {νηκτού | ... νησί {νησ-ιού |...
νήμα [s. nt.] νησίδα [s. femm.]
νήματα [avv.] νησίδιο [s. nt.]
Νηματέλμινθες [s. masch. pl.] νησιώτης {νησιωτών}
νηματοειδής {νηματοειδ... νησιώτικος [agg.]
νηματοποίηση {-ης κ. -ή... νησιωτικός [agg.]
νηματουργείο [s. nt.] νησιώτισσα {νησιωτισσ...
νηματουργία {νηματουργ... νήσος [s. femm.]
νηματουργικός [agg.] νηστεία {νηστειών}
νηματουργός [s. masch.] νηστεύω {νήστ-ευσα...
νηματώδεις [s. masch. pl.] νηστεύων [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: