Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νεφρεκτομή {νεφρεκτομ... νεώτερος [agg.]
νεφρικός [agg.] νήθω {μόνο σε ε...
νεφρίτιδα {χωρ. πληθ... νηκτικός [agg.]
νεφριτικός [agg.] νηκτόν {νηκτού | ...
νεφρό [s. nt.] νήμα [s. nt.]
νεφροειδής {νεφροειδ-... νήματα [avv.]
νεφροκήλη {νεφροκηλώ... Νηματέλμινθες [s. masch. pl.]
νεφροπάθεια {νεφροπαθε... νηματοειδής {νηματοειδ...
νεφροπαθής {νεφροπαθ-... νηματοποίηση {-ης κ. -ή...
νεφρόπτωση [s. femm.] νηματουργείο [s. nt.]
νεφρός [s. masch.] νηματουργία {νηματουργ...
νεφροτομία [s. femm.] νηματουργικός [agg.]
νέφρωση [s. femm.] νηματουργός [s. masch.]
νέφτι {νεφτ-ιού ... νηματώδεις [s. masch. pl.]
νεφώδης {νεφώδ-ους... νηνεμία {χωρ. πληθ...
νεωδόχος [s. femm.] νηνεμώ [-είς, -εί...
νεωκόρος {νεωκορισσ... νηογνώμονας {νηογνωμόν...
νεωλκείο [s. nt.] νηοπομπή [s. femm.]
νεώλκιο [s. nt.] νηπενθές [s. nt.]
νεώριο {νεωρί-ου ... νηπιαγωγείο [s. nt.]
νεωστί [avv.] νηπιαγωγός [s. masch. e femm.]
νεωτερίζω {νεωτέρισα... νηπιακός [agg.]
νεωτερισμός [s. masch.] νήπιο {νηπί-ου |...
νεωτεριστής [s. masch.] νηπιοκτονία [s. femm.]
νεωτεριστικός [agg.] νηπιολογία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: