Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νευρώδης {νευρώδ-ου... νεφρικός [agg.]
νεύρωμα {νευρώμ-ατ... νεφρίτιδα {χωρ. πληθ...
νευρώνας [s. masch.] νεφριτικός [agg.]
νευρωνικός [agg.] νεφρό [s. nt.]
νευρώνω [v. trans.] νεφροειδής {νεφροειδ-...
νεύρωση {-ης κ. -ώ... νεφροκήλη {νεφροκηλώ...
νευρωτικός [agg.] νεφροπάθεια {νεφροπαθε...
νεύω {ένευσα} νεφροπαθής {νεφροπαθ-...
νεφάριος [agg.] νεφρόπτωση [s. femm.]
νεφέλη {νεφελών} νεφρός [s. masch.]
νεφελοβατώ {νεφελοβατ... νεφροτομία [s. femm.]
νεφελοειδής {νεφελοειδ... νέφρωση [s. femm.]
νεφελομετρία [s. femm.] νέφτι {νεφτ-ιού ...
νεφελομετρικός [agg.] νεφώδης {νεφώδ-ους...
νεφελόμετρο [s. nt.] νεωδόχος [s. femm.]
νεφελοσκέπαστος [agg.] νεωκόρος {νεωκορισσ...
νεφελοσκεπής {νεφελοσκε... νεωλκείο [s. nt.]
νεφελώδης {νεφελώδ-ο... νεώλκιο [s. nt.]
νεφέλωμα {νεφελώμ-α... νεώριο {νεωρί-ου ...
νεφόκαμα {χωρ. γεν.... νεωστί [avv.]
νέφος [s. nt.] νεωτερίζω {νεωτέρισα...
νεφοσκεπής {νεφοσκεπ-... νεωτερισμός [s. masch.]
νεφοσκόπιο {νεφοσκοπί... νεωτεριστής [s. masch.]
νεφραλγία [s. femm.] νεωτεριστικός [agg.]
νεφρεκτομή {νεφρεκτομ... νεώτερος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: