Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νέος [s. masch.] νεραντζιά [s. femm.]
νεοσσεύω {μόνο σε ε... νερό [s. nt.]
νεοσσός [s. masch.] νερόβραστος [agg.]
νεοσύλλεκτος {νεοσυλλέκ... νεροδεσιά [s. femm.]
νεοσχηματισμός [s. masch.] νεροκαμένος [agg.]
νεοσχολαστικισμός [s. masch.] νεροκάρδαμο [s. nt.]
νεοσχολαστικός [agg.] νεροκουβαλητής [s. masch.]
νεότατος [agg.] νεροκράτης {νεροκρατώ...
νεότερος [agg.] νερομάνα [s. femm.]
νεότητα {χωρ. πληθ... νερομπογιά [s. femm.]
νεότοκος [agg.] νερομπογιές [sost femm. pl.]
νεοφανής {νεοφαν-ού... νερόμυλος [s. masch.]
νεοφασισμός [s. masch.] νεροπίστολο [s. nt.]
νεοφασίστας [s. masch.] νερόπλυμα {νεροπλύμ-...
νεο–φασιστικός [agg.] νεροποντή [s. femm.]
νεοφερμένος [agg.] νεροσωλήνας [s. masch.]
νεοφιλελευθερισμός [s. masch.] νερουλάς {νερουλάδε...
νεόφυτος [agg.] νερουλιάζω {νερούλιασ...
νεοφώτιστος [agg.] νερουλιασμένος [agg.]
Νεπάλ [s. nt.] νερουλός [agg.]
νερά [s. nt. pl.] νεροχελώνα {νεροχελων...
νεράιδα {χωρ. γεν.... νεροχύτης {νεροχυτών...
νεραϊδοπαρμένος [agg.] νεροχωρίστρα [s. femm.]
νεραϊδότοπος [s. masch.] Νέρωνας [s. masch.]
νεράντζι {νεραντζ-ι... νερώνω {νέρω-σα, ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: