Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νεοουμανισμός [s. masch.] νεοφανής {νεοφαν-ού...
νεοπλασία {νεοπλασιώ... νεοφασισμός [s. masch.]
νεόπλασμα {νεοπλάσμ-... νεοφασίστας [s. masch.]
Νεοπλαστικός [agg.] νεο–φασιστικός [agg.]
νεοπλατωνικός [agg.] νεοφερμένος [agg.]
νεοπλατωνισμός [s. masch.] νεοφιλελευθερισμός [s. masch.]
νεοπλατωνιστής [s. masch.] νεόφυτος [agg.]
νεόπλουτος [agg.] νεοφώτιστος [agg.]
νεοπρένιο [s. nt.] Νεπάλ [s. nt.]
νεοπροσήλυτος [s. masch.] νερά [s. nt. pl.]
νεορεαλισμός [s. masch.] νεράιδα {χωρ. γεν....
νεορεαλιστής [s. masch.] νεραϊδοπαρμένος [agg.]
νεορεαλιστικός [agg.] νεραϊδότοπος [s. masch.]
νέος -α -ο νεράντζι {νεραντζ-ι...
νέος [s. masch.] νεραντζιά [s. femm.]
νεοσσεύω {μόνο σε ε... νερό [s. nt.]
νεοσσός [s. masch.] νερόβραστος [agg.]
νεοσύλλεκτος {νεοσυλλέκ... νεροδεσιά [s. femm.]
νεοσχηματισμός [s. masch.] νεροκαμένος [agg.]
νεοσχολαστικισμός [s. masch.] νεροκάρδαμο [s. nt.]
νεοσχολαστικός [agg.] νεροκουβαλητής [s. masch.]
νεότατος [agg.] νεροκράτης {νεροκρατώ...
νεότερος [agg.] νερομάνα [s. femm.]
νεότητα {χωρ. πληθ... νερομπογιά [s. femm.]
νεότοκος [agg.] νερομπογιές [sost femm. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: