Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νεκρόφιλος [agg.] νεογοτθικός [agg.]
νεκροφοβία {χωρ. γεν.... νεοελληνικά [s. nt. pl.]
νεκροφόρα [s. femm.] νεοελληνικός [agg.]
νεκροψία {νεκροψιών... νεο–ελληνισμός [s. masch.]
νεκρώνομαι [v.] νεοζωικός [agg.]
νεκρώνω {νέκρω-σα,... νεοθετικισμός [s. masch.]
νέκρωση {-ης κ. -ώ... νεοθετικιστής [s. masch.]
νεκρώσιμος [agg.] νεοθετικιστικός [agg.]
νεκρωτικός [agg.] νεο–θωμιστής [s. masch.]
νέκταρ {νέκταρος ... νέοι [s. masch. pl.]
νεκταρίνι {νεκταριν-... νεοκαπιταλισμός [s. masch.]
νέμεσις [s. femm.] Νεοκαπιταλιστής [s. masch.]
νέμομαι (μόνο στο ... νεοκαπιταλιστικός [agg.]
νεμόμενος [agg.] νεοκλασικισμός [s. masch.]
νέμω {ένειμα} α... νεοκλασικιστής [s. masch.]
νένα {χωρ. γεν.... νεοκλασικός [agg.]
νενέ [s. femm.] νεολαία {νεολαιών}
νέο το (χωρίς ... νεολατινικός [agg.]
νεοακαδημαϊκός [agg.] νεολιθικός [agg.]
νεοαλεξανδρινισμός [s. masch.] νεολογισμός [s. masch.]
νεοαποικιοκράτης [s. masch.] νέον το (χωρίς ...
νεοαποικιοκρατία [s. femm.] νεοναζισμός [s. masch.]
νεοαποικισμός [s. masch.] νεοναζιστής [s. masch.]
νεογενής {νεογεν-ού... νεόνυμφη [sost femm. pl.]
νεογέννητος [agg.] νεόνυμφος θηλ. νεόνυ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: