Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
νεκροθάλαμος {νεκροθαλά... νεκρώσιμος [agg.]
νεκροθάφτης {νεκροθαφτ... νεκρωτικός [agg.]
νεκροθήκη {νεκροθηκώ... νέκταρ {νέκταρος ...
νεκροί [s. masch. pl.] νεκταρίνι {νεκταριν-...
νεκροκεφαλή [s. femm.] νέμεσις [s. femm.]
νεκροκρέβατο [s. nt.] νέμομαι (μόνο στο ...
νεκρολογία {νεκρολογι... νεμόμενος [agg.]
νεκρομαντεία {νεκρομαντ... νέμω {ένειμα} α...
νεκρομάντης [s. masch.] νένα {χωρ. γεν....
νεκρομαντικός [agg.] νενέ [s. femm.]
νεκρόπολις [s. femm.] νέο το (χωρίς ...
νεκρός -ή -ό λόγ.... νεοακαδημαϊκός [agg.]
νεκροταφείο [s. nt.] νεοαλεξανδρινισμός [s. masch.]
νεκρότητα [s. femm.] νεοαποικιοκράτης [s. masch.]
νεκροτομείο [s. nt.] νεοαποικιοκρατία [s. femm.]
νεκροφαγία [s. femm.] νεοαποικισμός [s. masch.]
νεκροφάγος [agg.] νεογενής {νεογεν-ού...
νεκροφιλία [s. femm.] νεογέννητος [agg.]
νεκρόφιλος [agg.] νεογοτθικός [agg.]
νεκροφοβία {χωρ. γεν.... νεοελληνικά [s. nt. pl.]
νεκροφόρα [s. femm.] νεοελληνικός [agg.]
νεκροψία {νεκροψιών... νεο–ελληνισμός [s. masch.]
νεκρώνομαι [v.] νεοζωικός [agg.]
νεκρώνω {νέκρω-σα,... νεοθετικισμός [s. masch.]
νέκρωση {-ης κ. -ώ... νεοθετικιστής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: