Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ναυλομεσίτης {ναυλομεσι... ναυτικός [s. masch.]
νάυλον [s. nt.] ναυτιλία {ναυτιλιών...
ναύλος [s. masch.] ναυτιλιακός [agg.]
ναύλοχος {ναυλόχ-ου... ναυτίλλομαι (εύχρηστο ...
ναύλωμα [s. nt.] ναυτιλλόμενος {ναυτιλλομ...
ναυλώνω {ναύλω-σα,... ναυτίλος [s. masch.]
ναύλωση [s. femm.] ναυτοδικείο [s. nt.]
ναυλωτής {ναυλωτριώ... ναυτολόγηση {-ης κ. -ή...
ναυμαχία {ναυμαχιών... ναυτολογώ {ναυτολογε...
ναυπηγείο [s. nt.] ναυτομεσίτης [s. masch.]
ναυπήγηση {-ης κ. -ή... ναυτόπαιδο [s. nt.]
ναυπηγική [s. femm.] νάφθα {ναφθών}
ναυπηγικός [agg.] ναφθαλίνη {ναφθαλινώ...
ναυπηγοεπισκευαστικός [agg.] Ναφθιλαμίνη [s. femm.]
ναυπηγός [s. masch.] Ναφθίλιο [s. nt.]
ναυς {νεώς, ναυ... νάφτα [s. femm.]
ναυσιπλοΐα {χωρ. πληθ... νέα [s. nt. pl.]
ναύσταθμος {χωρ. πληθ... νεανίας {νεανιών}
ναυτασφάλεια {ναυτασφαλ... νεανίδα [s. femm.]
ναυτασφαλιστής [s. masch.] νεανικά [avv.]
ναύτης {ναυτών} νεανικός [agg.]
ναυτία {ναυτιών} νεανίσκος [s. masch.]
ναυτικό {χωρ. πληθ... νεάργυρος {νεαργύρ-ο...
Ναυτικοί [s. masch. pl.] νεαρός [agg.]
ναυτικός [agg.] νεαρός -ή -ό λόγ....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: