Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μυρωδιά [s. femm.] μυστικοπάθεια [s. femm.]
μυρωδικό [s. nt.] μυστικοπαθής {μυστικοπα...
μύρωμα [s. nt.] μυστικός [agg.]
μυρωμένος [agg.] μυστικότητα {χωρ. πληθ...
Μύρων {Μύρων-ος,... μυστρί {μυστρ-ιού...
μυρώνω {μύρω-σα, ... μυτάρα [s. femm.]
μυς {μυ (λόγ. ... μυταράς {μυταράδες...
μυσαρός [agg.] μυτερός [agg.]
μυσαρότητα [s. femm.] μύτη {μυτών}
μύση [s. femm.] μυτίζω {μύτισα}
μυσταγωγία {μυσταγωγι... Μυτιλήνη [s. femm.]
μυσταγωγικός [agg.] μύτιλος [s. masch.]
μυσταγωγός [s. masch.] μυτίλος [s. masch.]
μυστηριακός [agg.] μυτιλοτροφία {χωρ. πληθ...
μυστήριο {μυστηρί-ο... μυτιλοτρόφος [s. masch. e femm.]
μυστήριος [agg.] μύχιος [agg.]
μυστηριώδης {μυστηριώδ... μυχός [s. masch.]
μυστηριωδώς [avv.] μυώ {μυείς... ...
μύστης {μυστών) μυώδης {μυώδ-ους ...
μυστικά [avv.] μύωμα {μυώμ-ατος...
μυστικισμός {χωρ. πληθ... μύωπας {(θηλ. γεν...
μυστικιστής [s. masch.] μυωπία {χωρ. πληθ...
μυστικιστικός [agg.] μυωπικός [agg.]
μυστικό [agg.] μύωψ {μύωπος}
μυστικό [s. nt.] Μωάμεθ [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: