Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μυκητύλιο [s. nt.] μυοατροφία [s. femm.]
μυκτηρίζω {μυκτήρισ-... μυογραφία [s. femm.]
μυκτηρισμός [s. masch.] μυογράφος [s. masch.]
μυκτηριστής [s. masch.] μυοκαρδιακός [agg.]
μυκτηριστικός [agg.] μυοκάρδιο {μυοκαρδί-...
μυκώμαι {μυκάσαι..... μυοκαρδιοπάθεια {μυοκαρδιο...
μυλαύλακο [s. nt.] μυοκαρδίτιδα [s. femm.]
μύλη [s. femm.] μυολογία {χωρ. πληθ...
μυλόλιθος {μυλολίθ-ο... μυολογικός [agg.]
μυλόπετρα {μυλόπετρω... μυοπάθεια [s. femm.]
μύλος [s. masch.] μυοπαθικός [agg.]
μυλωθρός [s. masch.] μυοσίνη [s. femm.]
μυλωνάς {μυλωνάδες... Μυοσκλήρωση [s. femm.]
μυλωνού {μυλωνούδε... μυοσπασμός [s. masch.]
μύξα {μυξών) μυοσωτίς {μυοσωτίδο...
μυξιάρης [agg.] μυοτονία [s. femm.]
μυξιάρικο [s. nt.] μυούμενος [agg.]
μυξιάρικος [agg.] μύραινα {μυρσινών)
μυξοίδημα {μυξοιδήμ-... μυραλοιφή [s. femm.]
μυξοκλαίω {μυξόκλαψα... μυρεψείον [s. nt.]
μυξομύκητας {μυξομυκήτ... μυρέψημα [s. nt.]
μυξοπαρθένα [s. femm.] μυρεψός [s. masch.]
μυξώδης {μυξώδ-ους... μυριάδα [s. femm.]
μύξωμα {μυξώμ-ατο... μυριάδες [sost femm. pl.]
μυξωμάτωση {-ης κ. -ώ... μυριάποδο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: