Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μυϊκός [agg.] μυλωνάς {μυλωνάδες...
μυκηθμός [s. masch.] μυλωνού {μυλωνούδε...
μυκήλιο [s. nt.] μύξα {μυξών)
μυκηναϊκός [agg.] μυξιάρης [agg.]
Μυκήνες {Μυκηνών} μυξιάρικο [s. nt.]
μύκητας {μυκήτων} μυξιάρικος [agg.]
μυκητίαση {-ης κ. -ά... μυξοίδημα {μυξοιδήμ-...
μυκητοκτόνο [s. nt.] μυξοκλαίω {μυξόκλαψα...
μυκητοκτόνος [agg.] μυξομύκητας {μυξομυκήτ...
μυκητολογία {μυκητολογ... μυξοπαρθένα [s. femm.]
μυκητολογικός [agg.] μυξώδης {μυξώδ-ους...
μυκητολόγος [s. masch. e femm.] μύξωμα {μυξώμ-ατο...
μυκητοξίνη [s. femm.] μυξωμάτωση {-ης κ. -ώ...
μυκητύλιο [s. nt.] μυοατροφία [s. femm.]
μυκτηρίζω {μυκτήρισ-... μυογραφία [s. femm.]
μυκτηρισμός [s. masch.] μυογράφος [s. masch.]
μυκτηριστής [s. masch.] μυοκαρδιακός [agg.]
μυκτηριστικός [agg.] μυοκάρδιο {μυοκαρδί-...
μυκώμαι {μυκάσαι..... μυοκαρδιοπάθεια {μυοκαρδιο...
μυλαύλακο [s. nt.] μυοκαρδίτιδα [s. femm.]
μύλη [s. femm.] μυολογία {χωρ. πληθ...
μυλόλιθος {μυλολίθ-ο... μυολογικός [agg.]
μυλόπετρα {μυλόπετρω... μυοπάθεια [s. femm.]
μύλος [s. masch.] μυοπαθικός [agg.]
μυλωθρός [s. masch.] μυοσίνη [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: