Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μπριγιαντίνη {χωρ. γεν.... μυασθένεια {μυασθενει...
μπριζόλα {δύσχρ. μπ... μυασθενικός [agg.]
μπρίκι {μπρικ-ιού... μύγα {μυγών}
μπριλάντι {μπριλαντ-... μυγάκι {χωρ. γεν....
μπρίο [s. nt.] μυγαλή [s. femm.]
μπριόζος [agg.] μυγδαλιά [s. femm.]
μπριός [s. nt.] μύγδαλο [s. nt.]
μπριτζ [s. nt.] μυγιάγγιχτος [agg.]
μπρόκολο [s. nt.] μυγιάζομαι {μυγιάστηκ...
μπρος [avv.] μυγίτσα [s. femm.]
μπροσούρα [s. femm.] μυγοπαγίδα [s. femm.]
μπροστά [avv.] μυγοσκοτώστρα {χωρ. γεν....
μπροστάντζα {χωρ. γεν.... μυγούλα [s. femm.]
μπροστέλα {χωρ. γεν.... μυγοχάφτης [s. masch.]
μπροστινός [agg.] μύδι {μυδ-ιού |...
μπρούμυτα [avv.] μυδράλιο {μυδραλί-ο...
μπρούντζινος [agg.] μυδραλιοβόλο [s. nt.]
μπρούντζος [s. masch.] μυδρίαση {-ης κ. -ά...
μπύρα [s. femm.] μύδρος [s. masch.]
μυάγρα [s. femm.] μυελεγκέφαλος {μυελεγκεφ...
μυαλγία {μυαλγιών} μυελικός [agg.]
μυαλγικός [agg.] Μυελίνη [s. femm.]
μυαλό [s. nt.] μυελίτιδα [s. femm.]
μυαλωμένος [agg.] μυελογραφία [s. femm.]
μύαξ {μύ-ακος |... μυελοκύτταρο {μυελοκυττ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: