Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μυγούλα [s. femm.] μυθικός [agg.]
μυγοχάφτης [s. masch.] μυθιστόρημα [s. nt.]
μύδι {μυδ-ιού |... μυθιστορηματικός [agg.]
μυδράλιο {μυδραλί-ο... μυθιστορηματοποιώ [v.]
μυδραλιοβόλο [s. nt.] μυθιστορία {μυθιστορι...
μυδρίαση {-ης κ. -ά... μυθιστορικός [agg.]
μύδρος [s. masch.] μυθιστοριογράφος [s. masch. e femm.]
μυελεγκέφαλος {μυελεγκεφ... μυθιστοριογραφώ [-είς, -εί...
μυελικός [agg.] μυθογραφία {μυθογραφι...
Μυελίνη [s. femm.] μυθογράφος [s. masch. e femm.]
μυελίτιδα [s. femm.] μυθογραφώ {μυθογραφε...
μυελογραφία [s. femm.] μυθολόγημα [s. nt.]
μυελοκύτταρο {μυελοκυττ... μυθολογία [s. femm.]
μυελοπάθεια {μυελοπαθε... μυθολογικός [agg.]
μυελός {χωρ. πληθ... μυθολόγος [s. masch. e femm.]
μυελώδης {μυελώδ-ου... μυθομανής {μυθομαν-ο...
μυέλωμα [s. nt.] μυθομανία [s. femm.]
μυζήθρα [s. femm.] μυθοπλασία [s. femm.]
μύζηση {-ης κ. -ή... μυθοπλάστης [s. masch.]
μυζητήρας [s. masch.] μυθοπλαστία {μυθοπλαστ...
μυζητικός [agg.] μυθοποίηση [s. femm.]
μυζώ [-άς, -ά] ... μυθοποιία [s. femm.]
μυημένος [agg.] μυθοποιώ [-είς, -εί...
μύηση [s. femm.] μύθος [s. masch.]
μύθευμα [s. nt.] μυθώδης [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: