Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μπιζού [s. nt.] μπλάστρι {χωρ. γεν....
μπιζουτιέρα {δύσχρ. μπ... μπλε [agg.]
μπικ [s. nt.] μπλεγμένα [avv.]
μπικίνι [s. nt.] μπλεγμένος [agg.]
μπίλια {χωρ. γεν.... μπλέκομαι [v.]
μπιλιάρδο [s. nt.] μπλέκω {έμπλεξα, ...
μπιμπελό [s. nt.] μπλέξιμο {μπλεξίμ-α...
μπιμπερό [s. nt.] μπληγούρι [s. nt.]
μπιμπίκι {μπιμπικ-ι... μπλοκ [s. nt.]
μπίνγκο [s. nt.] μπλοκάρισμα [s. nt.]
μπινές {μπινέδες} μπλοκαρισμένος [agg.]
μπιντές {μπιντέδες... μπλοκάρομαι [v.]
μπίρα {χωρ. γεν.... μπλοκάρω {μπλόκαρα ...
μπιραρία {μπιραριών... μπλόκο [s. nt.]
μπιρίμπα {χωρ. πληθ... μπλούζα {δύσχρ. μπ...
μπιρμπίλω [s. femm.] μπλουζάκι [s. nt.]
μπισκότα [s. femm.] μπλου–τζιν [s. nt.]
μπισκότο [s. nt.] μπλόφα {χωρ. γεν....
μπιστικός [agg.] μπλοφάρω {μπλόφ-αρα...
μπιτ [avv.] μπλοφατζής {μπλοφατζή...
μπιτόνι [s. nt.] μπογιά {χωρ. γεν....
μπιφτέκι {μπιφτεκ-ι... μπογιαντίζω (μπογιάντ-...
μπιχλιμπίδι {μπιχλιμπι... μπογιάντισμα [s. nt.]
μπιχλιμπίδια [s. femm.] μπογιάρος [s. masch.]
μπλάστρης [s. masch.] μπόγιας {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: