Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μούσκεμα {χωρ. πληθ... μούστος {χωρ. πληθ...
μουσκεμένος [agg.] μουσώνας [s. masch.]
μουσκεμμένος [agg.] μούτρα [s. nt. pl.]
μουσκέτα [s. femm.] μούτρο [s. nt.]
μουσκέτο [s. nt.] μούτρωμα [s. nt.]
μουσκεύομαι [v.] μουτρωμένος [agg.]
μουσκεύω {μούσκ-εψα... μουτρώνω {μούτρω-σα...
μουσκίδι [s. nt.] μούτσος [s. masch.]
μούσμουλο [s. nt.] μουτσούνα {χωρ. γεν....
μουσόληπτος [agg.] μούφα [s. femm.]
μουσοτραφής {μουσοτραφ... μουφλούζεμα [s. nt.]
μουσούδα [s. femm.] μουφλούζης {μουφλούζη...
μουσούδι {μουσουδ-ι... μουφτής {μουφτήδες...
μουσουλμανικός [agg.] μούχλα {χωρ. πληθ...
μουσουλμανισμός {χωρ. πληθ... μουχλιάζω {μούχλιασ-...
μουσουλμάνος [s. masch.] μούχλιασμα [s. nt.]
μουστάκα [s. femm.] μουχλιασμένος [agg.]
μουστακάκι [s. nt.] μουχρός [agg.]
μουστακαλής {μουστακαλ... μούχρωμα {μουχρώματ...
μουστάκι {μουστακ-ι... μοχθηρά [avv.]
μουστάκια [s. nt. pl.] μοχθηρία [s. femm.]
μουστάκιας ο (χωρίς π... μοχθηρός [agg.]
μουστάρδα {χωρ. γεν.... μοχθηρότητα [s. femm.]
μουσταρδιέρα {χωρ. γεν.... μόχθος [s. masch.]
μουστερής {μουστερήδ... μοχθώ {μοχθείς.....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: