Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μουσακάς {μουσακάδε... μουσκέτο [s. nt.]
μουσαμαδιά [s. femm.] μουσκεύομαι [v.]
μουσαμάς {μουσαμάδε... μουσκεύω {μούσκ-εψα...
μουσαφίρης {-ηδες κ. ... μουσκίδι [s. nt.]
μουσειακός [agg.] μούσμουλο [s. nt.]
μουσείο [s. nt.] μουσόληπτος [agg.]
μουσελίνα {χωρ. γεν.... μουσοτραφής {μουσοτραφ...
μούσι {χωρ. γεν.... μουσούδα [s. femm.]
μουσικά [avv.] μουσούδι {μουσουδ-ι...
μουσική [s. femm.] μουσουλμανικός [agg.]
μουσικογράφος [s. masch. e femm.] μουσουλμανισμός {χωρ. πληθ...
μουσικοθεραπεία {χωρ. πληθ... μουσουλμάνος [s. masch.]
μουσικολογία {χωρ. πληθ... μουστάκα [s. femm.]
μουσικολογικός [agg.] μουστακάκι [s. nt.]
μουσικολόγος [s. masch. e femm.] μουστακαλής {μουστακαλ...
μουσικομανής [agg.] μουστάκι {μουστακ-ι...
μουσικός [agg.] μουστάκια [s. nt. pl.]
μουσικός [s. masch.] μουστάκιας ο (χωρίς π...
μουσικοσυνθέτης {μουσικοσυ... μουστάρδα {χωρ. γεν....
μουσικότητα {χωρ. πληθ... μουσταρδιέρα {χωρ. γεν....
μουσικόφιλος [agg.] μουστερής {μουστερήδ...
μούσκεμα {χωρ. πληθ... μούστος {χωρ. πληθ...
μουσκεμένος [agg.] μουσώνας [s. masch.]
μουσκεμμένος [agg.] μούτρα [s. nt. pl.]
μουσκέτα [s. femm.] μούτρο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: