Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μονώνυμο {μονωνύμ-ο... μορφή [s. femm.]
μονώνυμος [agg.] μόρφημα {μορφήμ-ατ...
μονώνω {μόνω-σα, ... μορφίνη {χωρ. πληθ...
μόνωση {-ης κ. -ώ... μορφινισμός [s. masch.]
μονωτήρας [s. masch.] μορφινομανής [agg.]
μονωτής [s. masch.] μορφινομανία {χωρ. πληθ...
μονωτικό [s. nt.] μορφογένεση {-ης κ. -έ...
μονωτικός [agg.] μορφογενετικός [agg.]
μόρα {χωρ. πληθ... μορφογονία {χωρ. πληθ...
μορατόριο [s. nt.] μορφολογία [s. femm.]
μορατόριουμ [s. nt.] μορφολογικός [agg.]
μοργανατικός [agg.] μορφοποιημένος [agg.]
μοργανατικώς [avv.] μορφοποίηση [s. femm.]
μοριακός [agg.] μορφοποιούμαι [v.]
Μορίδιο [s. nt.] μορφοποιώ [v.]
μόριο {μορί-ου |... μόρφωμα {μορφώμ-ατ...
μορμολύκειο {μορμολυκε... μορφωμένος [agg.]
μορμονισμός [s. masch.] μορφώνομαι μππ. μορφω...
μορμόνος [s. masch.] μορφώνω {μόρφω-σα,...
μόρσιμος [agg.] μόρφωση {-ης κ. -ώ...
μορτή [s. femm.] μορφωτικά [avv.]
μορτίτης [s. masch.] μορφωτικός [agg.]
μορφάζω {μόρφασα} ... μοσκιά [s. femm.]
μορφασμός [s. masch.] μόστρα {χωρ. γεν....
Μορφέας ο (χωρίς π... μοστράρω [v.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: