Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μολυβήθρα {χωρ. γεν.... μονανδρία [s. femm.]
μολύβι {μολυβ-ιού... μόνανδρος [agg.]
μολυβιά [s. femm.] μοναξιά {χωρ. γεν....
μολυβοθήκη [s. femm.] μοναξονικός [agg.]
μολυβοκόνδυλο [s. nt.] Μοναξονικός [s. masch.]
μολυβώνω {μολύβω-σα... μονάρχης {μοναρχών}
μολύνομαι [v.] μοναρχία {μοναρχιών...
μόλυνση {-ης κ. -ύ... μοναρχιανός [agg.]
μολυντικός [agg.] μονάρχιδος [s. masch.]
μολύνω {μόλυν-α, ... μοναρχικός [agg.]
μολυσματικός [agg.] μοναστήρι {μοναστηρ-...
μολυσματικότητα [s. femm.] μοναστηριακός [agg.]
μολυσμένος [agg.] μοναστής [s. masch.]
μολώχ [s. masch.] μοναστικισμός [s. masch.]
μομία [s. femm.] μοναστικός [agg.]
μομιοποίηση [s. femm.] μονατομικός [agg.]
μομιοποιούμαι [v.] μονάχα [avv.]
μομιοποιώ [-είς, -εί... μοναχή [s. femm.]
μομφή [s. femm.] μοναχικά [avv.]
μονάδα [s. femm.] μοναχικός [agg.]
μοναδικά [avv.] μοναχισμός {χωρ. πληθ...
μοναδικός [agg.] Μόναχο {Μονάχου}
μοναδικότητα {χωρ. πληθ... μοναχογιός [s. masch.]
Μονακό [s. nt.] μοναχοπαίδι {χωρ. γεν....
μονάκριβος [agg.] μονάχος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: