Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μισογυνία [s. femm.] μισότρελος [agg.]
μισογυνισμός [s. masch.] μισότριβος [agg.]
μισοελληνικός [agg.] μισοφέγγαρο [s. nt.]
μισοκατεστραμμένος [agg.] μισοφόρι [s. nt.]
μισόκλειστος [agg.] μισοφωτισμένος [agg.]
μισοκοιμάμαι [v.] μισόφωτο [s. nt.]
μισοκοιμισμένος [agg.] μισοχαλασμένος [agg.]
μισοκοιμούμαι [v.] μισοψημένος [agg.]
μισομαθαίνω [v.] μιστός {μιστοί κ....
μισομεθυσμένος [agg.] μισχικός [agg.]
μισονεϊσμός [s. masch.] μίσχος [s. masch.]
μισονεϊστής [s. masch.] μισχωτός [agg.]
μισοντυμένος [agg.] μισώ {μισείς......
μισοξενία {χωρ. πληθ... μίτος [s. masch.]
μισόξενος [agg.] Μιτοχονδριακός [agg.]
μισοπεθαμένος [agg.] μιτοχόνδριο {μιτοχονδρ...
μισοριξιά [s. femm.] μιτροειδής {μιτροειδ-...
μισός [agg.] μίτωση {-ης κ. -ώ...
μίσος {μίσ-ους |... μιτωτικός [agg.]
μισοσαπισμένος [agg.] ΜΜΕ [sigla]
μισοσκεπασμένος [agg.] μνεία [s. femm.]
μισοσκόταδο [s. nt.] μνήμα {μνήμ-ατος...
μισοσκότεινος [agg.] μνημειακός [agg.]
μισοστρόγγυλος [agg.] μνημείο [s. nt.]
μισοτελειωμένος [agg.] μνημειώδης {μνημειώδ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: