Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μίσχος [s. masch.] μνημόσυνο {μνημοσύν-...
μισχωτός [agg.] μνημούρι [s. nt.]
μισώ {μισείς...... μνησικακία [s. femm.]
μίτος [s. masch.] μνησίκακος [agg.]
Μιτοχονδριακός [agg.] μνησικακώ [-είς, -εί...
μιτοχόνδριο {μιτοχονδρ... μνηστεία {μνηστειών...
μιτροειδής {μιτροειδ-... μνηστευμένος [agg.]
μίτωση {-ης κ. -ώ... μνηστεύομαι (συνήθ. πα...
μιτωτικός [agg.] μνηστή η (χωρίς π...
ΜΜΕ [sigla] μνηστήρας [s. masch.]
μνεία [s. femm.] μοβ [agg.]
μνήμα {μνήμ-ατος... μογγολικός [agg.]
μνημειακός [agg.] μογγολισμός [s. masch.]
μνημείο [s. nt.] Μογγολοειδής [agg.]
μνημειώδης {μνημειώδ-... Μογγόλος [s. masch.]
μνήμη {χωρ. γεν.... μόδα {χωρ. γεν....
μνημομεύω {μνημόνευ-... μοδίστρα {μοδιστρών...
μνημόνευση [s. femm.] μόδιστρος [s. masch.]
μνημονεύω (μνημόν-εψ... μοδιστρούλα [s. femm.]
Μνημονικά [avv.] Μοζαμβίκη [s. femm.]
μνημονική [s. femm.] μοιάζομαι [v.]
μνημονικό [s. nt.] μοιάζουμε [v.]
μνημονικός [agg.] μοιάζω {έμοιασα} ...
μνημόνιο {μνημονί-ο... μοιασίδι [s. nt.]
Μνημονισμός [s. masch.] μοιάσιμο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: