Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μικροχημεία {μικροχημε... μίλτος [s. femm.]
Μικροχιλιοστόμετρο [s. nt.] μιλώ [-άς, -ά] ...
μικροψυχία {μικροψυχι... μίμηση [-εις]
μικρόψυχος [agg.] μιμήσιμος [agg.]
μικρύνω (μίκρυνα) μιμητής [s. masch.]
μικτός [agg.] μιμητικός [agg.]
μιλανέζικος [agg.] μιμητισμός [s. masch.]
Μιλανέζος [agg. e s. masc.] μιμική [s. femm.]
Μιλάνο [s. nt.] μιμόζα [s. femm.]
μίλημα [s. nt.] μίμος [s. masch.]
μιλημένος [agg.] μιμούμαι {μιμείσαι....
μιλητός [agg.] μιναδόρος [s. masch.]
μίλι {μιλί-ου |... μιναρές {μιναρέδες...
μιλιά [s. femm.] μινάρω {μινάρισα}...
μιλιαμπέρ [s. nt.] μινιατούρα [s. femm.]
μιλιαμπερόμετρο [s. masch.] μινιμαλιστής [s. masch.]
μιλιβόλτ [s. nt.] μίνιμουμ [s. nt.]
μιλιβολτόμετρο [s. nt.] μίνιο {χωρ. πληθ...
μιλιγκράμ [s. nt.] μινιόν [agg.]
μιλιμετρέ [agg.] μινκ [s. nt.]
μιλιμπάρ [s. nt.] μινσατώριο [s. nt.]
μιλιταρισμός {χωρ. πληθ... μιντέρι [s. nt.]
μιλιταριστής [s. masch.] μινυρίζω {μινύρισα}
μιλιταριστικός [agg.] μινύρισμα [s. nt.]
Μιλτιάδης [s. masch.] μινωικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: