Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μικρότατος [agg.] μικροφωτογραφίζω [v.]
μικρότατος [agg.] μικροφωτογραφικός [agg.]
μικρότερος [agg.] μικροχαρές [sost femm. pl.]
μικρότερος [agg.] μικροχειρουργική [s. femm.]
μικροτέχνημα {μικροτεχν... μικροχειρουργικός [agg.]
μικροτεχνίτης {μικροτεχν... μικροχημεία {μικροχημε...
Μικροτηλέφωνο [s. nt.] Μικροχιλιοστόμετρο [s. nt.]
μικρότητα {μικροτήτω... μικροψυχία {μικροψυχι...
μικρούλης [agg.] μικρόψυχος [agg.]
μικρούλικος [agg.] μικρύνω (μίκρυνα)
μικροϋπολογιστής [s. masch.] μικτός [agg.]
μικρούτσικος [agg.] μιλανέζικος [agg.]
Μικροφαράντ [s. nt.] Μιλανέζος [agg. e s. masc.]
μικροφασαρίες [sost femm. pl.] Μιλάνο [s. nt.]
μικροφθαλμία {χωρ. πληθ... μίλημα [s. nt.]
μικροφίλμ [s. nt.] μιλημένος [agg.]
μικροφιλοτιμία [s. femm.] μιλητός [agg.]
μικροφιλότιμο {χωρ. πληθ... μίλι {μιλί-ου |...
μικροφιλότιμος [agg.] μιλιά [s. femm.]
μικροφίς [s. nt.] μιλιαμπέρ [s. nt.]
μικροφυσική [s. femm.] μιλιαμπερόμετρο [s. masch.]
μικροφωνικός [agg.] μιλιβόλτ [s. nt.]
μικροφωνισμός [s. masch.] μιλιβολτόμετρο [s. nt.]
μικρόφωνο {μικροφών-... μιλιγκράμ [s. nt.]
μικροφωτογραφία [s. femm.] μιλιμετρέ [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: