Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μιζ–αν–πλί [s. nt.] μικροβιολογία {χωρ. πληθ...
μιζέρια {χωρ. γεν.... μικροβιολογικός [agg.]
μίζερος [agg.] μικροβιολόγος [s. masch. e femm.]
μιζούρα [s. femm.] μικρόβιος [agg.]
Μιθριδατικός [agg.] μικροβιότοπος [s. masch.]
μιθριδατισμός [s. masch.] μικρογραμμάριο {μικρογραμ...
μίκα [s. femm.] μικρογραφία {μικρογραφ...
μικάδος [s. masch.] μικρογράφος [s. masch.]
μίκι μάους [s. masch.] μικροδευτερόλεπτο [s. nt.]
μικκύλιο {μικκυλί-ο... μικροδουλειά [s. femm.]
μικραίνω {μίκρυνα} ... μικροέξοδα [s. nt. pl.]
μικρανεψιά [s. femm.] Μικροεπεξεργασία [s. femm.]
μικρανεψιός [s. masch.] μικροεπεξεργαστής [s. masch.]
μικρανήψι [s. nt.] μικροηλεκτρονική [s. femm.]
μικράτα [s. nt. pl.] Μικροηλεκτρονικός [agg.]
μίκρεμα [s. nt.] μικροϊδιοκτήτης [s. masch.]
μικρέμπορος {μικρεμπόρ... μικροκαβγαδάκι [s. nt.]
μικροαμπέρ [s. nt.] μικροκαβγάδες [sost femm. pl.]
μικροαμπερόμετρο [s. nt.] Μικροκάμερα [s. femm.]
μικροανάλυση {-ης κ. -ύ... μικροκαμωμένος [agg.]
μικροαρρώστια [s. femm.] μικροκέρδη [s. femm.]
μικροαστικός [agg.] μικροκεφαλία [s. femm.]
μικροαστός [s. masch.] μικροκέφαλος [agg.]
μικροβιακός [agg.] μικροκλέφτης [s. masch.]
μικρόβιο {μικροβί-ο... μικροκλίμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: