Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μητρυιά [s. femm.] μηχανοκίνητος [agg.]
μητρωνυμικός [agg.] μηχανοκρατία {χωρ. πληθ...
μητρώνυμο {μητρωνύμ-... μηχανολογία {χωρ. πληθ...
μητρώο [s. nt.] μηχανοπέδη {μηχανοπεδ...
μηχανάκι {χωρ. γεν.... μηχανοποιημένος [agg.]
μηχανέλαιο [s. nt.] μηχανοποίηση {-ης κ. -ή...
μηχανές [sost femm. pl.] μηχανοποίητος [agg.]
μηχάνευμα [s. nt.] μηχανοποιούμαι [v.]
μηχανεύομαι {μηχανεύτη... μηχανοποιώ {μηχανοποι...
μηχανή [s. femm.] μηχανορραφία {μηχανορρα...
μηχάνημα {μηχανήμ-α... μηχανορράφος [s. masch. e femm.]
μηχανήματα [s. nt. pl.] μηχανορραφώ {μηχανορρα...
μηχάνι [s. nt.] μηχανοστάσιο {μηχανοστα...
μηχανικά [avv.] μηχανοτεχνίτης {μηχανοτεχ...
μηχανική {χωρ. πληθ... μηχανότρατα {χωρ. γεν....
μηχανικισμός {χωρ. πληθ... μηχανούλα [s. femm.]
μηχανικός [agg.] μηχανουργείο [s. nt.]
μηχανικός [s. masch. e femm.] μηχανουργός [s. masch.]
μηχανισμός [s. masch.] μηχανώμαι [-άσαι, -ά...
μηχανιστικός [agg.] μία, μια [art.]
μηχανογράφηση {-ης κ. -ή... μιαίνω {μί-ανα, -...
μηχανογραφικός [agg.] μίανση [s. femm.]
μηχανογραφώ {-είς...} ... μιαρός [agg.]
μηχανοδηγός [s. masch.] μιαρότητα [s. femm.]
μηχανοκίνηση [s. femm.] μίασμα {μιάσμ-ατο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: