Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μηδαμινός [agg.] μήλο [s. nt.]
μηδαμινότητα [s. femm.] μηλόκρασο [s. nt.]
μηδαμώς [avv.] μηλόπιτα {δύσχρ. μη...
μηδέ [cong.] Μήλος [s. masch.]
μηδείς {μηδ-ενός,... μηλωτή [s. femm.]
μηδέν {μηδενός} μη μου άπτου [s. nt.]
μηδενίζω {μηδένισ-α... μην [avv.]
μηδενικό [s. nt.] μηναίο [s. nt.]
μηδενικός [agg.] μήνας {-α κ. (λό...
μηδενισμός [s. masch.] μήνη [s. femm.]
μηδενιστής [s. masch.] μηνιαία [avv.]
μηδενιστικός [agg.] μηνιαίος [agg.]
μηδέποτε [avv.] μηνιάτικο [s. nt.]
μη–δέσμευση [s. femm.] μήνιγγα [s. femm.]
μηδισμός [s. masch.] μηνίγγι {μηνιγγ-ιο...
μηδόλως [avv.] μηνιγγικός [agg.]
μήκος {μήκ-ους |... μηνιγγίτιδα [s. femm.]
μήκυνση [s. femm.] μηνιγγοεγκεφαλίτιδα [s. femm.]
μηκώμαι {μηκάσαι..... μηνιγγόκοκκος [s. masch.]
μήκων {μήκ-ωνος ... μήνιγξ [s. femm.]
μηκώνιο {μηκωνίου ... μήνις {μήνιος, -...
μηλαδέρφι {μηλαδερφ-... μηνίσκος [s. masch.]
μήλη {μηλών} μήνυμα {μηνύμ-ατο...
μηλιά [s. femm.] μήνυση {-ης κ. -ύ...
μηλίτης {μηλιτών} μηνυτής {μηνυτριών...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: