Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μηνιγγίτιδα [s. femm.] μητραλοίας {μητραλοιώ...
μηνιγγοεγκεφαλίτιδα [s. femm.] μητριά [s. femm.]
μηνιγγόκοκκος [s. masch.] μητριαρχία {χωρ. πληθ...
μήνιγξ [s. femm.] μητριαρχικός [agg.]
μήνις {μήνιος, -... μητρικά [avv.]
μηνίσκος [s. masch.] μητρικός [agg.]
μήνυμα {μηνύμ-ατο... μητροκτονία {μητροκτον...
μήνυση {-ης κ. -ύ... Μητροκτονικός [agg.]
μηνυτής {μηνυτριών... μητροκτόνος [s. masch. e femm.]
μηνύτωρ [s. masch.] μητρόπολη [-εις]
μηνύω (μήν-υσα, ... μητροπολίτης {μητροπολι...
μηνώ {μηνάς... ... μητροπολιτικός [agg.]
μήπως [cong.] μητρορραγία {μητρορραγ...
μηπώς [avv.] μητρότητα [s. femm.]
μηριαίος [agg.] μητρυιά [s. femm.]
μηρός [s. masch.] μητρωνυμικός [agg.]
μηρυκάζω [v. trans.] μητρώνυμο {μητρωνύμ-...
μηρυκασμός [s. masch.] μητρώο [s. nt.]
μηρυκαστικό [s. nt.] μηχανάκι {χωρ. γεν....
μήτε [cong.] μηχανέλαιο [s. nt.]
μητέρα [s. femm.] μηχανές [sost femm. pl.]
μητερούλα [s. femm.] μηχάνευμα [s. nt.]
μήτηρ [s. femm.] μηχανεύομαι {μηχανεύτη...
μήτρα {μητρών} μηχανή [s. femm.]
μητραλγία {μητραλγιώ... μηχάνημα {μηχανήμ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: