Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μετεγκέφαλος [s. masch.] μετεωριτικός [agg.]
μετεγχειρητικός [agg.] μετέωρο [s. nt.]
μετεκπαίδευση {-ης κ. -ε... μετεωρογραφία {χωρ. πληθ...
Μετεμπειρικός [agg.] μετεωρογράφος [s. masch. e femm.]
μετεμψυχώνομαι [v. pass.] μετεωρόλιθος {μετεωρολί...
μετεμψυχώνω (μετεμψύχ-... μετεωρολογία {χωρ. πληθ...
μετεμψύχωση {-ης κ. -ώ... μετεωρολογικός [agg.]
μετενσαρκώνω {μετενσάρκ... μετεωρολόγος [s. masch. e femm.]
μετενσάρκωση [s. femm.] μετέωρος [agg.]
μετενσωματώνω [v.] μετζίτι {μετζιτ-ιο...
μετενσωμάτωση [s. femm.] μετήχηση [s. femm.]
μετεξέλιξη {-ης κ. -ί... μετοικεσία {μετοικεσι...
μετεξέταση {-ης κ. -ά... μετοίκηση [s. femm.]
μετεξεταστέος [agg.] μετοικίζω {μετοίκισ-...
μετέπειτα [avv.] μέτοικος {μετοίκ-ου...
μετερίζι {χωρ. γεν.... μετοικώ {μετοικείς...
μετέρχομαι {μετήλθα} ... μετονομάζω (μετονόμ-α...
μετέχω πρτ. μετεί... μετόπη {μετοπών}
μετέχων [s. nt.] μετουσιωμένος [agg.]
μετεωρίζομαι [v.] μετουσιώνομαι [v.]
μετεωριζόμενος [agg.] μετουσιώνω (μετουσί-ω...
μετεωρικός [agg.] μετουσίωση {-ης κ. -ώ...
μετεωρισμένος [agg.] μετοχές [sost femm. pl.]
μετεωρισμός [s. masch.] μετοχή [s. femm.]
μετεωρίτης {μετεωριτώ... μετοχικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: