Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Μεταταρσικός [agg.] μεταφορικός [agg.]
μετατάρσιο {μεταταρσί... μεταφράζω {μετέφρασα...
μετατάσσω {μετέταξα,... μετάφραση [-εις]
μετατίθεμαι αόρ. μετέθ... μεταφρασμένος [agg.]
μετατοπίζομαι [v.] μεταφραστής {μεταφραστ...
μετατοπίζω {μετατόπισ... μεταφράστης [s. masch.]
μετατόπιση {-ης κ. -ί... μεταφράστρια {μεταφραστ...
μετατόπισμα [s. nt.] μεταφυσική [s. femm.]
μετατοπισμένος [agg.] μεταφυσικός [agg.]
μετατρέπομαι αόρ. μετέτ... μεταφύτευμα [s. nt.]
μετατρεπτός [agg.] μεταφύτευση [s. femm.]
μετατρέπω {μετέτρεψα... μεταφυτεύσιμος [agg.]
μετατρέψιμος [agg.] μεταφυτεύω {μεταφύτ-ε...
μετατρεψιμότητα [s. femm.] μετα–φωνητικός [agg.]
μετατροπέας {μετατροπ-... μεταχειρίζομαι {μεταχειρί...
μετατροπή [s. femm.] μεταχείριση {-ης κ. -ί...
μετατροπία {μετατροπι... μεταχειρισμένος [agg.]
Μετάφαση [s. femm.] μεταχρονολογημένος [agg.]
μεταφέρομαι αόρ. μετέφ... μεταχρονολόγηση [s. femm.]
μεταφερτός [agg.] μεταχρονολογώ {μεταχρονο...
μεταφέρω {μετέφερα,... μεταψυχικός [agg.]
μεταφέρων [agg.] Μεταψυχολογία [s. femm.]
μεταφορά [s. femm.] μετεγγραφή [s. femm.]
μεταφορέας {μεταφορ-ε... μετεγγράφω {μετενέγρα...
μεταφορικά [s. nt. pl.] μετεγκατάσταση {-ης κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: