Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μεταλλουργός [s. masch.] μεταμοσχεύσιμος [agg.]
μεταλλοφόρος [agg.] μεταμοσχεύω [v. trans.]
μεταλλωρυχείο [s. nt.] μεταμφιέζομαι [v.]
μεταλλωρύχος [s. masch.] μεταμφιέζω {μεταμφίεσ...
μεταμέλεια [s. femm.] μεταμφίεση {-ης κ. -έ...
μεταμελημένος [agg.] μεταμφιεσμένος [agg.]
μεταμελούμαι {μεταμελεί... μετανάστες [s. masch. pl.]
μεταμερές [agg.] μετανάστευση {-ης κ. -ε...
μεταμερίδιο [s. nt.] μεταναστευτικός [agg.]
Μεταμερικός [agg.] μεταναστεύω {μετανάστε...
Μεταμερισμός [s. masch.] μετανάστης {μεταναστώ...
μεταμεσημβρινός [agg.] μετανάστρια {μεταναστρ...
μεταμισθώνω {μεταμίσθω... μετάνιωμα [s. nt.]
μεταμίσθωση [-εις] μετανιωμένος [agg.]
μεταμοντέρνος [agg.] μετανιώνω {μετάνιω-σ...
μεταμορφικός [agg.] μετανοημένος [agg.]
μεταμορφισμός [s. masch.] μετανοητικός [agg.]
μεταμορφωμένος [agg.] μετάνοια {-ας κ. (λ...
μεταμορφώνομαι [v. pass.] μετανοιωμένος [agg.]
μεταμορφώνω {μεταμόρφω... μετανοώ {μετανοείς...
μεταμόρφωση {-ης κ. -ώ... μετανοών [agg.]
μεταμορφώσιμος [agg.] μεταξάς {μεταξάδες...
μεταμορφωτικός [agg.] μεταξένιος [agg.]
μεταμοσχεύομαι [v.] μετάξι {μεταξ-ιού...
μεταμόσχευση {-ης κ. -ε... μετάξινος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: