Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μεταξένιος [agg.] μεταπλάσσομαι [v.]
μετάξι {μεταξ-ιού... μεταπλάσσω {μετέπλασ-...
μετάξινος [agg.] μεταπλαστικός [agg.]
μεταξοβιομηχανία [s. femm.] μεταποιημένος [agg.]
μεταξοπαραγωγός [s. masch.] μεταποίηση {-ης κ. -ή...
μεταξοσκώληκας {μεταξοσκω... μεταποιητής [s. masch.]
μεταξοσκωληκοτροφία {χωρ. πληθ... μεταποιούμαι [v.]
μεταξοτυπία {μεταξοτυπ... μεταποιώ {μεταποιεί...
μεταξοτυπικός [agg.] μεταπολεμικός [agg.]
μεταξουργία {μεταξουργ... μεταπούλημα [s. nt.]
μεταξουργός [s. masch. e femm.] μεταπουλητής [s. masch.]
μεταξοΰφαντος [agg.] μεταπράτης {μεταπρατώ...
μεταξοϋφαντουργία {χωρ. πληθ... μετάπτωση {-ης κ. -ώ...
μεταξοϋφαντουργός [s. masch. e femm.] μεταπώληση {-ης κ. -ή...
μεταξύ [avv.] μεταπωλητής [s. masch.]
μεταξωτά [s. nt. pl.] μεταρρυθμίζομαι [v.]
μεταξωτός [agg.] μεταρρυθμίζω {μεταρρύθμ...
μεταπείθω {μετέπεισα... μεταρρύθμιση {-ης κ. -ί...
μετάπειση [s. femm.] μεταρρυθμίσιμος [agg.]
μεταπειστικός [agg.] μεταρρυθμιστής {μεταρρυθμ...
μεταπηδώ {μεταπηδάς... μεταρρυθμιστικός [agg.]
μεταπίπτω {μετέπεσα}... μεταρσιώνω {μεταρσίω-...
μεταπλάθω αόρ. μετέπ... μεταρσίωση [s. femm.]
μετάπλαση [s. femm.] μετασκευάζω {μετασκεύα...
μεταπλασία {μεταπλασι... μετασκευή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: