Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μεταβιβασιμότητα [s. femm.] μεταγωγή [s. femm.]
μεταβληθείς [agg.] μεταδίδομαι αόρ. μετέδ...
μεταβλητά [avv.] μεταδίδω {μετέδωσα,...
μεταβλητή [s. femm.] μεταδίνω (μετέδωσα,...
μεταβλητός [agg.] Μεταδισουλφίδιο [s. nt.]
μεταβλητότητα [s. femm.] μετάδοση {-ης κ. -ό...
μεταβολή [s. femm.] μεταδότης {μεταδοτών...
μεταβολή! [int.] μεταδοτικός [agg.]
μεταβολίζω [v.] μεταδοτικότητα {χωρ. πληθ...
μεταβολικός [agg.] μετάζωα [s. nt. pl.]
μεταβολισμός [s. masch.] μεταθανάτιος [agg.]
μεταγγίζω {μετάγγισ-... μετάθεση {-ης κ. -έ...
μετάγγιση {-ης κ. -ί... μεταθέσιμος [agg.]
μεταγένεση [s. femm.] μεταθετικός [agg.]
μεταγενέστεροι {μεταγενεσ... μεταθετός [agg.]
μεταγενέστερος [agg.] μεταθέτω {μετέθεσα,...
μεταγλωττίζω {μεταγλώττ... μετα–ιμπρεσιονισμός [s. masch.]
μεταγλώττιση {-ης κ. -ί... μετα–ιμπρεσιονιστής [s. masch.]
μεταγραφέας [s. masch.] μετακαλώ {μετακαλεί...
μεταγραφείς [agg.] μετακάρπιο {μετακαρπί...
μεταγραφή [s. femm.] Μετακάρπιος [agg.]
μεταγραφοφύλακας [s. masch.] μετακαυστήρας [s. masch.]
μεταγράφω {μετέγραφα... Μετάκεντρο [s. nt.]
μετάγω {παρατ. με... μετακινηθείς [agg.]
μεταγωγέας [s. masch.] μετακίνηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: