Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Μεσεντερίτιδα [s. femm.] Μεσογάστριο [s. nt.]
μέση {χωρ. γεν.... μεσόγεια [s. nt. pl.]
μεσήλικας [s. masch.] μεσογειακός [agg.]
μεσημβρία {μεσημβριώ... μεσόγειος [agg.]
μεσημβρινός [agg.] Μεσόγειος {Μεσογείου...
μεσημέρι {μεσημερ-ι... Μεσογνάθιος [agg.]
μεσημεριανός [agg.] Μεσοδακτύλιος [agg.]
μεσημεριάτικος [agg.] μεσόδερμα [s. nt.]
μεσιανός [agg.] Μεσοδερμικός [agg.]
μεσίστιος [agg.] μεσοδιάστημα {μεσοδιαστ...
μεσιτεία {μεσιτειών... μεσοδόκι {μεσοδοκ-ι...
μεσίτευση [s. femm.] μεσοδρομίς [avv.]
μεσιτεύω {μεσίτευσα... μεσοζωικός [agg.]
μεσίτης {μεσιτών} μεσοθαλάσσιος [agg.]
μεσιτικά [s. nt. pl.] Μεσοθερμικός [agg.]
μεσίτρια {μεσαριών} μεσοθώρακας {μεσοθωράκ...
μέσο [s. nt.] μεσοθωράκιο {μεσοθωρακ...
μεσοαστρικός [s. masch.] μεσοθωράκιος [agg.]
μεσοβασιλεία {μεσοβασιλ... μεσοκαλόκαιρο [s. nt.]
μεσοβδόμαδα [avv.] Μεσοκαρδία [s. femm.]
Μεσοβδόμαδος [agg.] Μεσοκάρδιο [s. nt.]
μεσοβέζικος [agg.] μεσοκάρπιο {μεσοκαρπί...
μεσοβλάστη [s. femm.] μεσοκατάστρωμα [s. nt.]
μεσοβρεγματικός [agg.] Μεσοκεφαλία [s. femm.]
Μεσογαστρικός [agg.] Μεσοκέφαλος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: